Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Γράμματα εραστών (6): "Σου χρωστούσα ένα χαμόγελο..."

Αναρτήθηκε από Γιώτα Παπαδημακοπούλου στις 12:07 π.μ.

Είναι παράξενο πράγμα ο χρόνος! Άλλοτε κυλάει υπερβολικά αργά, βασανιστικά, τόσο που νιώθεις ότι πνίγεσαι και δεν μπορείς να ξεφύγεις. Άλλοτε, πάλι, τρέχει τόσο γρήγορα όπως το νερό σ' ένα ορμητικό ρεύμα, παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του, τα ζεις όλα έντονα και μετά σχεδόν δεν τα θυμάσαι. Μόνο μικρά, σκόρπια θραύσματα αναμνήσεων, στιγμών, πρόσωπα ανθρώπων, ξεπηδάνε περιστασιακά στο μυαλό σου, βγαίνοντας από τα σκοτάδια που παραμένουν κρυμμένες. Σου κάνουν ένα νεύμα, σαν να σε χαιρετάνε, και την επόμενη στιγμή χάνονται και πάλι.
Είμαστε παράξενοι κι εμείς οι άνθρωποι! Μπορεί να δώσουμε την ψυχή μας σε κάτι, ν' αγαπήσουμε κάποιον με όλο μας το είναι, να θρηνήσουμε για τις χαμένες μας αγάπες και να κλάψουμε μερόνυχτα προσπαθώντας να ξεπεράσουμε τις απώλειές μας, όμως, όσο ο καιρός προχωράει, τόσο αλλάζει το πως νιώθουμε, αλλάζουμε κι εμείς, ξεχνάμε και πορευόμαστε σαν όλα όσα ζήσαμε να ήταν ένα όνειρο.
Σαν ένα όνειρο ήσουν κι εσύ για μένα... Ένα όνειρο που δεν πρόλαβε να γίνει εφιάλτης, γιατί το τέλος ήρθε πιο σύντομα απ' όσο περιμέναμε κι εμείς βγήκαμε αλώβητοι απ' αυτό. Ένα όνειρο που σκεφτόμουν πολύ τον πρώτο καιρό του χωρισμού μας, μα που λησμόνησα όσο αυτός περνούσε και με παρέσερνε σε μια ζωή χωρίς εσένα. Και, τελικά, ήταν εύκολο να μάθω να ζω χωρίς εσένα, κι ας μην το πίστευα εκείνες τις πρώτες εβδομάδες, ή και μήνες, που σε έφερνα στη θύμησή μου που και που για να μου κρατάς συντροφιά. Όμως, σταδιακά, έπαψα να σε θυμάμαι. Έτσι πίστευα, μέχρι σήμερα, που άξαφνα άκουσα μια γνώριμη φωνή που μ' έβγαλε απ' τη ρουτίνα μου. 
Στεκόμουν στην ουρά ενός καφέ και έδινα την παραγγελία μου όταν σε άκουσα να λες: "Τελικά δεν έχεις αλλάξει... Πάντοτε διπλός και μέτριος ο καφές σου."
Γύρισα και σε κοίταξα, κι αν και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό μου, είμαι βέβαιη πως άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου, όχι από ταραχή, αλλά από έκπληξη.
"Τι κάνεις εσύ εδώ;", σε ρώτησα, και χαμογέλασα ενώ φιλιόμασταν σταυρωτά, σαν δυο καλοί φίλοι που αντάμωσαν μετά από χρόνια.
"Πάει πολύς καιρός, έτσι δεν είναι; Πέντε χρόνια, συγκεκριμένα."
Πέντε χρόνια... Ούτε που το είχα συνειδητοποιήσει πως ήταν τόσα. Όταν έφυγες για να πας να ζήσεις στο Λονδίνο, μετρούσα τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά που ήσουν μακριά μου. Και αν με ρωτούσες, δεν θα ήξερα να σου πω πότε ακριβώς έπαψα να τα μετράω. Απλά, συνέβη, και συνέχισα τη ζωή μου σαν να μην υπήρξες ποτέ σ' αυτήν, γιατί εκεί με οδήγησε ο ίδιος ο ρυθμός της.
"Πράγματι, πολύς καιρός!", είπα και έμεινα να σε παρατηρώ για μερικές στιγμές.
Μου είπες πως δεν έχω αλλάξει, όμως εσύ άλλαξες. Το ντύσιμό σου έπαψε να είναι νεανικό, τα μαλλιά σου επιμελώς ατημέλητα, ενώ μπόρεσα να διακρίνω μικρές ρυτίδες στις άκρες των ματιών σου και λίγες λευκές τρίχες στους κροτάφους σου. Το ίδιο όμορφος μεν, διαφορετικός δε.
Σε ρώτησα για τη ζωή σου, τι κάνεις, πώς τα περνάς, κι εσύ με περισσό ενθουσιασμό άρχισες να μου μιλάς γι' αυτήν. Χάρηκα που φαινόσουν ευτυχισμένος με τις επιλογές σου, έστω κι αν αυτές σε είχαν σπρώξει ν' αφήσεις πίσω σου τη χώρα σου και τους φίλους σου που ήξερα πολύ καλά πόσο αγαπούσες.
"Παντρεύτηκες;", σε ρώτησα, και για μια στιγμή το χαμόγελο έσβησε στα χείλη σου, για να επανέλθει την αμέσως επόμενη στιγμή, κάνοντάς με να σκεφτώ πως ίσως ήταν την φαντασίας μου.
"Όχι!", μου απάντησες. "Εσύ;", ήρθε η ερώτησή σου, και ήταν η στιγμή να σου μιλήσω για τη δική μου τη ζωή, για τον άντρα μου, το παιδί μου, τη δουλειά μου, αυτό που κάποιος άλλος θ' αποκαλούσε ρουτίνα αλλά που για μένα είναι όλος μου ο κόσμος τώρα πια.
"Όπως βλέπεις, άλλαξα κι εγώ", σου είπα διορθώντάς σε γι' αυτό που είχες πει νωρίτερα.
Κούνησες το κεφάλι σου αρνητικά και απόρησα.
"Να, βλέπεις;", μου είπες και η απορία μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη. "Ακόμα γέρνεις το κεφάλι σου προς το δεξί σου ώμο όταν απορείς ή δεν είσαι σίγουρη πως καταλαβαίνεις για ποιο πράγμα σου μιλάει ο άλλος."
Ξαφνιάστηκα συνειδητοποιώντας, σαν πρώτη φορά, πως πράγματι έτσι ήταν.
"Τι άλλο πιστεύεις πως δεν έχει αλλάξει;", σε ρώτησα χαμογελώντας πονηρά, βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό μου πως δεν θα είχες κάτι άλλο να μου πεις.
Ένα δυνατό αεράκι παρέσυρε τα μαλλιά μου, ανακατεύοντάς τα, κι εγώ προσπάθησα να τα φέρω και πάλι στη θέση τους, ενώ ένα ρίγος με διαπέρασε. Κοίταξες για μια στιγμή τον ουρανό και μετά μέσα στα μάτια μου.
"Φαίνεται πως θα βρέξει,", παρατήρησες, "πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να σε πονάει το πόδι σου εξαιτίας εκείνου του παλιού τραυματισμού σου." Συνοφρυώθηκα παραξενεμένη που θυμόσουν κάτι τέτοιο, κι εσύ συνέχισες χαμογελώντας. "Και ακόμα κυκλοφορείς μ' ένα φουλάρι μόνιμα τυλιγμένο στο λαιμό σου επειδή είναι ευαίσθητος και αρρωσταίνεις εύκολα."
Σταμάτησες να μιλάς, και μαζί με τον ήχο της φωνής σου, σαν να σταμάτησε για μια στιγμή να χτυπάει και η καρδιά μου στο στήθος μου.
"Τι άλλο;" σε ρώτησα με κάτι που μόνο σαν αγωνία θα μπορούσα να περιγράψω, κι εσύ έτριψες σκεπτικός το πηγούνι σου.
"Δεν τρως τίποτα όλη μέρα, παρά μονάχα όταν το στομάχι σου αρχίσει να διαμαρτύρεται έντονα. Έχεις προγραμματίσει τι θα κάνεις για τις επόμενες τρεις εβδομάδες και συγχύζεται όταν κάποιος παρεμβαίνει στα σχέδιά σου και τ' ανατρέπει. Δεν ακούς μουσική, παρά μονάχα όταν είσαι προβληματισμένη και θες να ξεφύγει το μυαλό σου, ή όταν χρησιμοποιείς συγκοινωνίες, επειδή δεν αντέχεις τις φωνές του κόσμου. Και τότε, αρκετές φορές, ξεχνιέσαι και σιγοτραγουδάς τόσο πλέον ακούγεσαι αλλά δεν σε νοιάζει. Τα Σαββατόβραδα παρακολουθείς αισθηματικές κομεντί, αλλά αν κάποιος σε ρωτήσει, αρνείσαι κατηγορηματικά πως σου αρέσουν. Διαλέγεις καλαμάκι για τον καφέ σου σύμφωνα με το χρώμα των ρούχων που φοράς, ενώ ποτέ δεν δοκιμάζεις τα ρούχα που αγοράζεις γιατί πάντοτε είσαι βιαστική. Όταν κάτι σε στεναχωρεί, υποκρίνεσαι πως δεν σε νοιάζει, αλλά στην πραγματικότητα περιμένεις να μείνεις μόνη σου για να κλάψεις χωρίς να σε δει κανείς. Λες αυτό που σκέφτεσαι χωρίς να σε νοιάζει αν είσαι συμπαθής, αλλά ποτέ δεν ξεχνάς ν' αυτοσαρκάζεσαι. Έχεις ακόμα εκείνο το απαίσιο ξεχειλωμένο μπλουζάκι των Iron Maiden, γιατί ισχυρίζεσαι πως είναι βολικό για μέσα στο σπίτι. Δεν μπορείς να κοιμηθείς χωρίς να είσαι σκεπασμένη, ακόμα κι αν έξω ένα σαράντα βαθμούς. Αγαπημένο σου γλυκό είναι η σοκολάτα, αλλά στο παγωτό προτιμάς την κρέμα, ενώ αν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα στην πίτσα και το σουβλάκι εσύ θα διαλέξεις το πρώτο -πράγμα πολύ παράξενο ούσα Ελληνίδα-, ενώ αγαπημένη σου γεύση σε τσίχλα είναι ο δυόσμος. Και πάω στοίχημα πως κάτω απ' αυτό το στενό ζιβάγκο, ακόμα φοράς εκείνο το φυλακτό που σου χάρισε η γιαγιά σου όταν ήσουνα μικρή. Έχω δίκιο σε κάτι απ' όλα αυτά;"
Σάστισα, και για πρώτη φορά απ' τη στιγμή που συναντηθήκαμε, έχασα την ψυχραιμία μου και τα χείλη μου τρεμόπαιξαν θέλοντας να πω λέξεις που σκάλωσαν στο λαιμό μου. Φωνή δεν έβγαινε από μέσα μου, παρά που χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου χωρίς, ωστόσο, να μπορούν να μεταμορφωθούν σε λέξεις. Πώς μπορούσες να θυμάσαι τόσα μικρά κι ασήμαντα πράγματα για μένα; Πώς ήταν δυνατόν να θυμόσουν τόσα πολλά όταν εγώ, μέχρι πριν λίγο, δεν θυμόμουν τίποτα για σένα. Κι όμως, ακούγοντάς σε να μου λες αυτά τα λόγια, μία μία οι μνήμες επέστρεψαν και με συνέτριψαν. Μικρά, απλά πράγματα, καθημερινά, συνηθισμένα, που όμως συνέθεταν εσένα, τουλάχιστον στο τότε. 
"Ίσως, τελικά, να μην έχω αλλάξει τόσο όσο πίστευα" αποκρίθηκα απαλά όταν κατάφερα να ξαναβρώ τον ήχο της φωνή μου.
"Όχι," είπες, "δεν έχεις αλλάξει. Το βλέπω στα μάτια σου" συμπλήρωσες, και δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ τι έβλεπες εκείνη τη στιγμή μέσα σ' αυτά.
"Εσύ, τελικά, άλλαξες όσο πιστεύω;" βρήκα την τόλμη να σε ρωτήσω και χαμογέλασες.
"Όχι, ούτε εγώ έχω αλλάξει" είπες με σταθερή φωνή. "Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν."
Ήθελα να σε ρωτήσω τι πράγματα ήταν αυτά, τι δεν είχε αλλάξει για σένα, όμως δεν τόλμησα να το κάνω. Δεν βρήκα το κουράγιο. Φοβόμουν ποια μπορεί να ήταν η απάντησή σου, επειδή δεν ήξερα ποια θα έπρεπε να είναι η δική μου αν με ρωτούσες το ίδιο.
"Λοιπόν, πρέπει να φύγω" είπα κοιτάζοντας το ρολόι μου με κάποια νευρικότητα. "Χάρηκα που σε είδα, αλήθεια" συμπλήρωσα σαν να ήταν απαραίτητο να επιβεβαιώσω κάτι που δεν ήμουν σίγουρη τι ήταν αυτό.
"Κι εγώ" απάντησες, και με φίλησες κάπως αμήχανα στο μάγουλο, πιέζοντας για μια μόνο στιγμή, απαλά, λες και φοβόσουν μην το σπάσεις, το χέρι μου. "Να είσαι πάντα καλά... και να χαμογελάς περισσότερο" είπες και ξεκίνησες ν' απομακρύνεσαι.
Απέμεινα να σε παρατηρώ μέχρι που χάθηκες ανάμεσα στο πλήθος, τόσο ξαφνικά και γρήγορα όσο είχες εμφανιστεί, και παρ' όλα ταύτα συνέχισα ν' ακούω τα τελευταία σου λόγια να επαναλαμβάνονται μες το μυαλό μου ξανά και ξανά. Και τότε κύλησε ένα δάκρυ, γιατί το χρωστούσα σε αυτό που είχαμε και χάσαμε. Και την αμέσως επόμενη στιγμή χαμογέλασα, επειδή σου χρωστούσα ένα χαμόγελο γι' αντίο και δεν στο χάρισα ποτέ, όπως το χρωστούσα και σε μένα, κάθε μέρα, κι εσύ μου το θύμισες. Και σ' ευχαριστώ γι' αυτό... Σ' ευχαριστώ που δεν με ξέχασες... Σ' ευχαριστώ που μου θύμισες όσα είχα ξεχάσει... Σ' ευχαριστώ που μου θύμισες εσένα...

4 σχόλια on "Γράμματα εραστών (6): "Σου χρωστούσα ένα χαμόγελο...""

ελενη παπαδακι είπε...

Δεν εχω γραψει κανενα τετοιο γραμμα.....πολυ θα το θελα....αλλα δεν ετυχε....ισως στο μελλον......καληνυχτα

Liana Tzimogianni είπε...

Τι πανέμορφη, πρωινιάτικη έκπληξη ήταν τούτη!!! Τρέχω να το διαβάσω, τζουτζούκα μου!!! <3 <3 <3 ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩΩΩΩ!!!!!!!!!!! Ξέρεις πόσο με τρελαίνουν αυτά τα γράμματα!!!!!

Γιώτα Παπαδημακοπούλου on 11 Ιουνίου 2017 στις 10:42 μ.μ. είπε...

@ Ελένη μου, αν αξίζει, να το γράψεις! Καλή σου νύχτα! :)

Γιώτα Παπαδημακοπούλου on 11 Ιουνίου 2017 στις 10:43 μ.μ. είπε...

@ Λιανάκι, το ξέρω, και σ' ευχαριστώ που τα περιμένεις πάντοτε με τόση λαχτάρα! <3

Δημοσίευση σχολίου

 

Giota's Diaries Copyright © 2009 Paper Girl is Designed by Ipietoon Sponsored by Online Business Journal